Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰδρείη — ἰδρεία knowledge fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδρεία — ἰδρεία, ιων. τ. ἰδρείη, ἡ (Α) [ίδρις] γνώση, εμπειρία («ἰδρείῃ πολέμοιο», Ομ, Ιλ.) … Dictionary of Greek